Το δεύτερο άλμπουμ των Ansia ήταν το πιο επιτυχημένο αλλά και το πιο προσωπικό. Με μια πληθώρα ρυθμών και ειδών μουσικής ο 'Χαμαιλέων' προσπάθησε να προσελκύσει ανθρώπους έξω από τη σφαίρα του χιπ-χοπ.
Κατ’ αρχήν, καλησπέρα φίλε. Μας ζήτησες ανώνυμος να μείνεις κι έχει ήδη γίνει. Η τελευταία σου συνέντευξη κι η τελευταία σου ημέρα ελεύθερος πριν από την αυριανή σου δίκη.
Καλησπέρα και σε σας. Τι γίνεται; Θέλω να πω πως για ότι με κατηγορούν τ’ ομολογώ. Με υπερηφάνεια δεν μετάνιωσα τις πράξεις μου κι ευχαριστώ όσους μου στάθηκαν (Θαυμαστικό).
Λοιπόν τι έγινε πες μας κι έχει επέλθει τόσος ντόρος. Καρέ-καρέ τα γεγονότα θέλω να τα μάθει ο κόσμος, να τα μάθει.
Άκουσε με.. ήμουνα χρόνια σ’ ένα θίασο, τον κόσμο όλο γυρνούσα. Σε κάθε πόλη, κάθε χωριό κοινό μεγάλο ψυχαγωγούσα από μικρός διασκεδαστής και έπειτα ένας αρλεκίνος. Στα media τώρα ένας άνθρωπος που σίγουρα φαντάζει κτήνος.
Κι όμως τι έγινε, τι έφταιξε και έφτασες εδώ; Σ’ είδαμε επικηρυγμένο, για το κεφάλι σου λεφτά πολλά να δίνουν.
Κι έτσι είναι. Ήμουν ανήσυχος κι όταν με πέταξαν κάτω και στο λαιμό με πάτησαν σηκώθηκα και αντιστάθηκα. Η εξουσία που σκότωσε όλα τα όνειρα μου με χτύπησε και πέθανα και αναστήθηκα μ’ ένα σκοπό, με ένα στόχο. Συνέχισα ευθεία, στην αυλή του βασιλιά να μπω, παράσταση να δώσω κι όταν η νύχτα πέσει στον πύργο του να σκαρφαλώσω. Να μπω μέσα στο δώμα του, στον ύπνο να τον πιάσω, να τον σκοτώσω.
Ήταν εκδίκηση κι είδα το αίμα του στα χέρια μου. Στην αυλή του βασιλιά μπήκα και τον κατέστρεψα. Είδα το αίμα του στα χέρια μου και γέλασα. (γέλια)
Η Ελβετία που ρημάζει την καρδιά μου.
Ανελέητη πατρίς και σώμα δεν νιώθω δικά μου.
Όποτε λέω κάτι το δένει η πέτσα στο αίμα.
Με την ίδια διάνοια διαλέγω το τεραίν.
Η προσφυγή σε φιλικά θέματα και η επαναστατική ιδιοσυγκρασία τέλειωσε.
Δεν ξέρει η ψυχή τι θέλει πλέον.
Σ’ έναν κόσμο που δεν έχει ανάγκες κι η φτώχεια παρακμάζει.
Τα νάζια επαναστατών κι οι ανεξάντλητοι.
Περιμένουμε οι καρδιές να σπάσουν για να τις πάρουμε αγκαλιά για λίγο.
Φέρτε τον ήλιο πίσω.
Κάθε μισθός υποβάλει εξάρτηση συστήματος.
Ηλί, οι καμένοι από ‘σένα μας τυφλώνουνε.
Λάθος δεν υπομένουμε.
Το χέρι μου αφήνει για μην πολεμήσει.
Ο αυθόρμητος κατακρίνεται.
Πνίγεται αυτός που έψαξε.
Ξύπνησε απ’ όνειρο μετά τον οργασμό του.
Κι η ευτυχία έφυγε από κοντά του.
Την πόρτα δεν έκλεισε,
θέλησε όμως να μείνει μόνος και για πάντα.
Αυτό τον κατατρέχει ως τώρα και πεθαίνει.
Η μοναδική ευκαιρία το έναυσμα του.
Η ντροπή, η αποξένωση. Καθόλου αγάπη.
Η βάση του σε αυτά που πρέπει.
Θέλει τα όνειρα του.
Η επιμονή: η αποβολή από κάθε καρδιά γεμάτη.
Έτσι είναι μόνος, πάντα μόνος.
Δεν γεννιέται, γίνεται.
Ο δρόμος ήταν ίδιος πάντα.
Η γνώση που ζητάει τρώει τα νιάτα εύκολα.
Στην κοινωνία των τεχνών μπροστά μα απ’ έξω σκάσε.
Αυτή που κυνηγάς, αυτή δεν σε θυμάται.
Αυτά που μου χτυπάς, αυτά είναι που με πονάνε.
Όλα μ’ αφήνουν κι έτσι μονάχος θέλω να ‘μαι.
Γι’ αυτό δείχνω πως δεν έχω ανάγκη.
Όταν ο ήλιος πέσει και το σκοτάδι φανεί.
Όταν η νύχτα σκορπίσει μέσα στην πόλη εσύ το πρόσωπο σου θα δείξεις και ποιος στ’ αλήθεια είσαι.
Την αλήθεια μέσα στην πορνεία τρέξε και κρύψε.
Ρούχα χοντρά φοράς κι έχεις κόκκινα μάτια,
μ’ ένα δερμάτινο μακρύ παλτό και μαύρα γάντια.
Έτσι πάντα απέχεις κι έτσι τα πάντα προσπερνάς.
Όποια ιδέα σου γεννήθηκε στη νύχτα την πετάς.
Δεν μιλάς σε κανέναν και τίποτα δεν εκφράζεις.
Στην αγάπη δεν απάντησες ποτέ και διστάζεις.
Μέσα στο γκρίζο τσιμέντο τα όνειρα σου στοιβάζεις
και δε σε νοιάζει να αλλάξει κάτι μόνο κοιτάζεις.
Με μια κραυγή τον πόνο σου καθησυχάζεις, τα χείλια σου δαγκώνεις και τα μάτια κατεβάζεις.
Κι όταν σε ρώτησα που πας άρχισες να φωνάζεις.
Γονάτισες και έκλεισες τα’ αυτιά σου.
Κι όταν μετά τον οργασμό σου κλάψεις και ξεδώσεις πνίγεις όλα αυτά που ονειρεύτηκες και το κεφάλι σκύβεις κι επιστρέφεις το βλέμμα σου πάντα πιο γρήγορο.
Ποτέ δεν μπόρεσες ν’ αντέξεις τον ανήφορο.
Έχει αρχίσει να βρέχει μα δεν το βλέπεις.
Πας για να γίνεις τώρα κι έτσι αρχίζεις να τρέχεις.
Έτσι μετά τον οργασμό σου, έτσι πάντα κάνεις.
Έτσι και τώρα το πρωί πάλι νεκρό θα σε βρει.
Δεν αντέχω άλλο έτσι, Μες στην θάλασσα η αρρώστια κι έχεις μπει μέχρι τη μέση. Μέσα στα πνευμόνια ο δαίμονας κι ελέγχει κάθε λέξη. Ορατός μεγάλος και μικρός ιός τρυπάς κοινή συναίνεση.
Η μόνη ελπίδα να είναι να βγεις απ’ τη μέση. Να κοιτάς μονάχα και να τρως μέχρι να σκάσει ς. Μόνος, πλήκτρα να πατάς και να γουστάρεις έτσι. Να πουλάς ότι σου λένε και να θες γκόμενα sexy.
Την ελπίδα θα τη φας άμα στη δώσω σκέτη ή στο όραμα πολιτικά απαντάς και θες και θες; Η πρέπει να φορώ στολή για να σε βάλω σε τάξη κι ένας φόβος σου να γίνω να σε κυνηγώ για πάντα;
Κοιτάζουμε να σκάσουμε από τέχνη· να τι κάνουμε. Εμείς θα είμαστε όταν με δάκρυα αγάλοντε. Τίποτα τώρα δεν θα είναι όπως άλλοτε γιατί τώρα μαλάκα εκφράζομαι.
Βγαίνω στο δρόμο και χτυπώ ότι βρω· μοιράζομαι. Κοιτάζω-με κοιτάζουν-ερωτεύομαι και χάνομαι. Έξω απ’ τα σύνορα μου με πετάν· δεν μάχομαι. Κι εκεί μένω ακίνητος γιατί νεκρούς δεν θέλουμε. Οι δύο τους τα βρήκανε και στο web μίλησαν. Τους αρχηγούς λύγιζα αφού όλοι μ’ αγγίξατε. Στα πλήθη ήμουνα μόνος κι οι καρδιές ζαλίζανε. Τα μάτια ερμητικά κλειστά το φόβο μου επεκτείνανε. Με διαδέχθηκε χαρά και τα πνευμόνια ανοίξανε. Μα δεν οργάνωσα σωστά αυτό που κανονίσαμε. Το πλήθος έσερνε μίσος κι ο τοίχος έπεσε.
Ο βασιλεύς των Αθηνών κι ο ποιητής των όπλων.
Είδα να στάζει το ταβάνι· ποτισμένο μ’ υγρασία. Χρώμα γκρίζο, χαλασμένο μέσα σ’ όλα τα σημεία. Από τον σκληρό πυρήνα φεύγει σφαίρα και ξεχύνεται στο δρόμο και χτυπά κάθε μυαλό που μένει μόνο. Μόνος, μονάχος μες στο χωροχρόνο. Μέσα πόνο προκαλώ σε τύπους που δεν δείχνουν μπέσα. Ήταν λες κι έγινε κλίκα η σκηνή που βρήκα. Ψευτοραπάδες του forum, του space πιθήκια. Θα δίνω σπίντα. Θα δίνω εξέλιξη στη ρίμα. Θα κρατάω ζωντανό το underground στην Αθήνα. Θα χτυπάω με τον λόγο μου στην τσίτα haters, κομπλεξικούς και πιτσιρικάδες.
Πέταξαν χώματα στα μάτια πιστών κάποιοι αφεντάδες με σκισμένες κάπες, κάλπικες κορώνες και βάτες. Απλοί διαβάτες είστε, περαστικοί πουθενάδες που απροσάρμοστοι στο χρόνο μένετε Ελληναράδες.
Είδα τη βρύση αίμα να στάζει πάνω σ’ άγαλμα λευκό. Χωρίς φτερά. Μορφή αγγέλου. Φαντάζει οδυνηρό. Τα μάτια του κλειστά· δεμένα με μαύρο πανί.
Φαντάσου εικόνα. Κλείσε τα μάτια και στο στόμα.
Αμέθυστος, ο μόνος ρόλος που αντιστέκεται. Μην σκέφτεστε παιδιά-ακούτε; Αφήστε το ανεξέλεγκτο. Για την κρίση του λόγου έλα βρες με ξημερώματα. Το γυάλινο κλουβί που σπάει-το δέντρο με φυλάει.
Μέσα σε βάλτους και καπνούς. Μέσα στη φύση, Εδέμ και ναι.. η μοναξιά μου βγαίνει σοκ πάνω από digital κουπλέ. Λατρεύω ανάσες και φωνές, κοινωνικούς εμπρηστές. Θέλω τόνους από μπογιά. Πυρ και λάβα αποχρώσεις. Δόντια σπασμένα και μυαλά από αίμα πωρώνονται. Κορμιά σε δεκατρία κελιά. Καρφιά στα χέρια απλώνονται. Με κρύσταλλα κύτταρα εξοντώνονται. Δαιμονισμένα μυρίζονται κίτρινη αρρώστια και νωπά μένουν συμβιβασμένα.
Είναι φωτιά. Κηρύττω επανάσταση. Ενάντια ξανά. Ματωμένη Αγάπη!
Η πλήξη με γαμάει ρεμάλι. Για τόσα λίγα δεν σπρώχνομαι ξανά στην πίστα. Ούτε κοιμάμαι με επαναστάτη ξανά, ποτέ ξανά!
Μόνος θα μείνω, θα σαπίσω. Θα προτιμήσω. Θα γίνω μαύρος λύκος με μαύρα, σάπια δόντια. Θα αναμειγνύω ορέξεις και δεν θα τις βλέπεις!
Σαν αφηρημένη η ομορφιά του γκρι-κι εσύ κι η προσευχή!
Θόλος ζαρωμένος με αγίους για τα μάτια μου μόνο κι όμως το όπλο στο κεφάλι μου. Δεν βρέθηκε δύναμη ν’ αφήσει τη θεατρίνα κοντά του.
Απλά κι εγώ σαν όλους τους άλλους ενάντια στρέφομαι..
Σ’ ένα δωμάτιο-κελί σκονισμένο τόσο καιρό, μόνος μου μένω με μία δέσμη φωτός, τόσο φτωχή για συντροφιά που το παράθυρο διαπερνά. Μικρή ελευθερία με πνίγουν τόσα κενά.
Δεν τα φαντάστηκα έτσι· λέω αλήθεια. Θέλω να βγω να πετάξω μα είναι συνήθεια. Η μοναξιά να με κρατάει κάτω, να μου καίει τα στήθια.
Κι όταν κοιτάζω έξω νιώθω να φεύγω. Να ταξιδεύω μακριά και πίσω να μην γυρνώ. Μα όταν βγαίνω έξω το ίδιο έργο πίσω με κάνει να τρέχω για να κρυφτώ στη μοναξιά.
Είναι τα χέρια μου που αγγίζουν ένα σκουριασμένο κάγκελο από τα έξι που διώχνουν μακριά τον φόβο. Φοβήθηκα, τ’ ομολογώ, τον άνθρωπό. Στη φαντασία να χαθώ, ν’ αντέξω τον χρόνο.
Κι απ’ το παράθυρο μου βλέπω μια παιδική χαρά που μοιάζει τόσο μόνη μέσα στη βροχή όσο κι εγώ και το πρωί να σφύζει από ζωή. Να δίνει χρώμα στη δική μου τη θολή ανάσα. Να με ξυπνάει μια στο τόσο· να μου δίνει πάσα. Για την ζωή. Μια πάσα για την ζωή. Μ’ ένα χαμόγελο, με μια εικόνα.
Ήταν η πίστη μέσα στην κρίση για κάθε βρύση που στάζει αίμα για να δώσει λύση στη φύση. Είναι η εδραίωσης, για κάθε σκληρό μυαλό δικαίωσης. Μέσα στο χρόνο ήρθε να δείξει στίγμα εξιλέωσης. Ανοίξτε τα αυτιά σας. Τα μάτια ανοίξτε διάπλατα. Χτυπήματα μέσα στα lyrics με σκοπό μιάσματα. Ανάλγητος ο βιασμός που σε κοιτάει κατάματα. Καριόλη σκύψε ή πάτα το κουμπί και σβήσε. Χάσου απ’ τα μάτια μου αρνητικός αν είσαι. Μην προσποιείσαι, μην σέρνεσαι, μην αντλείσαι.
Γιατί στηρίζω τα lyrics που γράφω μ’ αυτό που πράττω στη ζωή, σε κάθε βήμα που διαπράττω, σε κάθε σκέψη, σε κάθε λέξη γεμάτη πάθος για κάθε βλέψη, κάθε στόχο, κάθε λάθος.
Γιατί είναι hardcore το θέμα και στο δίνω στο πιάτο. Δεν αντέχεις να κοντράρεις κι έτσι πέφτεις στον πάτο. Είναι τα styles πολλά που αφήνω τη διαφορά να κάνουν που haters δεν φτάνουν κι έτσι τ’ απολαμβάνουν. Είναι βρωμιά και ντόπα μέσα στ’ ακουστικά. Είναι brutality το παίρνω μάγκα προσωπικά. Δεν το αφήνω να χαθεί και το σηκώνω ψηλά. Θα το ακούσεις, θα το νιώσεις και θα σφίξεις γροθιά.
Είναι φωτιά, ναι, είναι φλόγα που καίει. Μες στην Αθήνα να κινείτε θα το δεις χέρι-χέρι. Είναι μπαστάρδεμα της φέρμας man μαζί με την τέχνη. Για τ’ αυτιά θαρραλέων το δίνουνε θαρραλέοι. Αν σου πούνε να το κράξεις μάλλον θα αρνηθείς κι αν το κάνεις θα την πάθεις γιατί θα πολεμηθείς. Αν το γουστάρεις θα το ζήσεις και θα προπορευτείς. Όπως και να ‘χει, ότι κι αν γίνει θα το νιώσεις, θα το δεις, θα το αντιγράψεις, θα το λιώσεις να το ακούς και θα το ψάξεις, flows και skills θα προσπαθήσεις να ανταγωνιστείς όμως θα χάσεις. Θα χάσεις.
YO. Είναι ουσία στο αίμα σαν ισχυρό ναρκωτικό. Αν το ακούσεις θέλεις κι άλλο, εξαρτιέσαι από αυτό. Πωρωτικό σαν έργο του Dario Fo, σαν ερμηνεία του Brando, τόσο καυλωτικό. Μιλάς γι’ αυτό, δεν το ξεχνάς, το κάνεις δικό σου και στα κρυφά πιστεύω πως θα το πασάρεις στον εχθρό σου. Δυναμικό, ανάλγητο, πολλές φορές κι ωμό, σαν σε φωτιά σε μπάτσο από αναρχικό. Τόσο γαμάτο που λες μαλάκα θέλω κι εγώ. Θέλεις να νιώσεις όπως νιώθω, όπως το κάνω κι εγώ.
Ansia 2008, η μοιρασιά συνεχίζεται ίσα-ίσα. Καλύτερα να πάρουνε πούλο όλα τα αρχίδια από εδώ. Αυτό που αρχίζει, αυτό μετράει, αυτό συνεχίζει να γαμάει.
Αυτό που κλέβεις με τσαμπουκά-δεν βλέπεις. Αυτό που θέλεις δεν είναι αυτό που παίρνεις. Αυτό που ήρθε, αυτό έχει σκληρύνει. Βγαίνει νύχτα στην Αθήνα πανικό να σπείρει.
Δεν συμβιβάζονται οι μαλάκες. Το μυαλό δεν σβήνει. Ο τόνος ανεβαίνει, επιβολή να δείξει ο διάολος. Η ανταρσία, τα σπρέι, η βρωμιά κι ο θάνατος. Ο τρόπος που πετάνε τα λεφτά στους άχρηστους σας. Αυτός που έρχεται μονάχος δεν μιλάει πολύ. Στο βάθος είναι ζωντανός. Νεύρα δεν κρατάει. Ο λόγος γαμάει τα πάντα. Η τέχνη άμα ‘γίνεται’ μετράει. Στα υπόγεια ξεσπάει. Πωρώνει κι αυτό είναι που μετράει. Ότι πουλιέται με πουλάει. Έτσι, αδέλφια δεν θέλω, δεν μ’ αρέσει έτσι. Στην απ’ έξω όλοι θα πούνε για το μέτρο. Το γαμάω. Αυτό που βλέπω-αυτό λέω. Ότι μου τη σπάει-το σπάω, ότι κλωτσάει-το κλωτσάω, αν η μηχανή χαλάσει-μηχανικά προχωράω. Γιατί δεν χωράω σε τίποτα. Δεν υποστηρίζω και δεν σου επιβάλω εγώ κανένα κλείδωμα.
Γιατί είμαι φτιαγμένος έτσι μαλάκας. Να μην με νοιάζει κανένας άνθρωπος της πλάκας. Να εξυμνώ την αναζήτηση και να μην θέλω στοίχιση. Όλα χύμα, μηδέν χρήμα κι αυτό γιατί δεν θέλησα την ήτα. Πάρε μόνο σου χαρτί και χτύπα.
Αυτό βγαίνει απ’ την καρδιά και την καλλιτεχνική μου λύσσα.
Οπότε βρέθηκα μόνος. Ρημαγμένος τόπος. Ηλεκτρική φωτιά και τσάμπα ο κόσμος όλος. Βρωμιά. Συλλαβίζω την ευτυχία και με σφίγγει αγκαλιά με φωσφορούχα κι όμως δυναμίτη μου βάζεις μες στην καρδιά.
Μην το ψάχνεις δεν θα πεθάνουμε ποτέ. Ψηφιακή μονάδα που δεν θα χαλάσει ποτέ. Μόνο μην με γρατζουνάς γιατί με πεθαίνεις. Μη με πατάς για να ζεις αφού τα ίδια εκπροσωπείς. Μη με ζητάς την φωτιά μου αν πονάς. Μην περιμένεις. Αγαπάω και φροντίζω πολλά. Ήρθα απόψε-αύριο φεύγω κι ας αγαπώ ειλικρινά. Γουστάρω τύψεις για να δω λίγο πιο καθαρά.
Λίγο να βουτήξω στο χαλί και στο γκρίζο. Δεν ζητάω ότι ζητάς μα δεν σ΄ αφήνω πίσω. Θα κερδίσω όταν μου πεις ένα ‘ναι’ και θα φροντίσω να αντέξεις μέχρι να πεθάνουμε ποτέ.
Λίγο θάνατο να δω και θα αρχίσω ξανά· Στο λόγο τώρα. Θέμα είναι η κόντρα ξανά. Γουστάρω μόνο να τρέχω· Να μη με νοιάζει ξανά που με κοιτάς στα μάτια λες και σου γαμώ τη μάνα. Δεν φοβήθηκα άλλα κι άλλα όμως τώρα όπως τότε, τρέχουν τα χαζά σαν τότε, ανοίγει η θύρα τότε. Κράζω με τον τρόπο μου. Βιάζω εδώ στον τόπο μου επίπονα μονάρχιδους. Βρωμάτε ίδια ξεφτίλα αρχίδια. Γκόμενες στα τσακίδια. Κάντε κωλοτουμπίδια. Ντυθείτε ίδια. Βάλτε μπούτια και στήθια. Κραγιόν και κρέμα στα μούτρα. Πούτσα στα ούλα. Ρούχα και κινητό σαν να ‘χουν όλες λεφτά σωρό, μα πούν’ τα; Που είν’ οι ξεφτίλες με το αμάξι το γλυμμένο; Οι κοιμήσιδες. Οι άχρηστοι. Ποτά + το μυαλό τσιμέντο. Αυτοί δουλεύουν για λεφτά κι εγώ γι’ αυτό μουντζώνω. Έτσι ξέρω μόνο. Έτσι πρέπει μόνο.
Δεν πειράζει πέστε κάτω λάθος κάνω τώρα. Θαρρώ-νομίζω δεν υπάρχει=απ’ άκρη σ’ άκρη στη γη δεν σκοντάφτω. Ταλέντο βγάζω απ’ το δικό σου νόημα; Τέχνη βαφτίζω(;) Ο βλάσφημος δεν είμαι; Πρέπει ή δεν πρέπει; Τέχνη ή μεταίχμιο ή ότι άλλο παίζει. Φαντεζί χρώμα· λόγια δεν μου είπε, κρατώ ακόμα κόντρα. Τίποτα. Πρέπει μόνο, τέχνη μόνο, λόγο μόνο, ουσία μόνο, βοήθεια στο δρόμο. Έτσι ξέρω μόνο, έτσι πρέπει μόνο. Θα φορτώσω και θ’ αρχίσω την πλάκα εις βάρος.. Θάρρος εκεί που η περίσταση το επιβάλει–πάντως δεν χρειάστηκε μείωση εκατέρωθεν για να φανεί ο πιο μεγάλος-μόνο έτσι ξέρω, παύση δεν παίζει. Λέξη λέξη θα σε καταλάβω· βγάζεις νόημα έτσι. Μία αναπηρία. Ρίσκο για να κατουρήσω την κυριαρχία. Δεν σέρνομαι πίσω από καμία κυρία. Ούτε ποτέ θα συρθώ. Δύο μέτρα και κάτι. Ιστορία νεολαίας. Πουλημένης συμμορίας. Βγείτε έξω για να δείτε· αυτά που θα σκεφτείτε γίνονται πράξη.
Οι καμικάζι είναι φτιαγμένοι να γαμάνε τη βιτρίνα. Η δίψα διαδέχεται την πείνα κι η ανάσα στέλνει μήνυμα. Η βρώμα αναβλύζει απ’ τα στενά κι η νεολαία βρίσκει υπόκρουση στα media όταν κοιμάται. Δεν κουνώ τίποτα στην Αθήνα εδώ κι ένα μήνα. Η ψυχή που ραγίζει βρίσκει μόνο γνωστούς. Άλλοι νέοι δεν παίζει να προσκομίσουν κάτι. Σωστούς δεν θέλω ούτε λάθος δεν υπάρχει. Ο κόσμος υπόκειται σε χαρτιά ιδιοκτησίας. Ο ερωτευμένος δίνει για να πάρει την καρδιά σου με τα βίας. Μπρίζα υποψίας μιας γαμημένης ιδεολογίας που είναι το κέντρο μιας αλλοπαρμένης σοφίας.
Γαμιέται των αναίσθητων το σπίτι.
Γαμιέται όποιος ζητάει αυτό που θέλει.
Γαμιέται όποιος κλαίει όταν γκρεμίζει γιατί τυφλούς και άβουλους θέλει.
Λίγα πράγματα έχουν μείνει πλέον για να δείξω αγάπη. Μέσα σ’ ένα παρακράτος τέτοιο δεν ζητάω κάτι. Σε μια πόλη γκρίζα ανήσυχος καμικάζι γίνομαι και σας εξαφανίζω ζώα από τον χάρτη. Κάτσε καλά, αναπαύσου και πιες αργά τον καφέ σου, στείλε το παιδί σχολείο και δώσ’ του και τις ευχές σου. Δανειολήπτη φουκαρά σε ‘σένα μιλάω: για ποια Ελλάδα μου λες και ποιο Θεό να προσκυνάω; Ποια παιδεία; Ποια ηθική και ποια αξία; Πες μου το λόγο που γελάς και ζεις μες στην πορνεία. Με πιάνει οργή κι όταν σε βλέπω αηδία. Δες λιγάκι TV, φάε το χάπι σου και καληνύχτα μωρή κυρία.
Θέλω να γίνω ένας γίγαντας στο θρόνο του. Να λιώνω υποψίες. Κάνε εν ‘ανάγκη φόνο. Που θα κρύψω φιλοδοξίες, ιμάντες λόγου , ανησυχίες και πνεύμα; Αποκόψου από τον κόσμου σου. Θέλω να κάνω ένα βήμα και να ξέρω θα μετράει. Τη δυνατή καρδιά μου θέλω. Άξιος μόνο όποιος νιώθει. Πάει να πει δεν θέλω τίποτα πίσω. Μας αφήσανε τα χρήματα; Άντε γαμήσου και σκάσε. Αυτά που ξέχασα· το θέλησα· με δένανε. Μ’ έκανα εδώ και καιρό τόσο δυνατό σκυλί που φόβο δεν έχει. Κερδίζει. Η τύχη είναι αφορμή για την πιο γλυκιά μου ποίηση. Άνθος στο τσιμέντο ανθίζει.
Κι αν με πατήσεις κάτω, θα σηκωθώ θα πολεμήσω. Ένας καμικάζι μέσα στης Αθήνας το γκρίζο. Πόνεσε με να δεις που φτάνω και πως οπλίζω. Σε καλούπι δεν μπαίνω και την βιτρίνα γκρεμίζω. Κι αν με φιμώσεις ακόμα τρόπο θα βρω να μιλήσω. Κι αν μου την κάνεις θα σε βρω στάνταρ για να σε κυνηγήσω. Εκπροσωπώντας τ’ ανήσυχα κινήματα θυμίζω, σε μια χώρα μπουρδέλο μπαίνω μονάχα να γαμήσω. Δεν κάνω πίσω ποτέ, προκάλεσε με, θα χτυπήσω σ’ όποιο γήπεδο κι αν παίξω μα να ξέρεις θα κερδίσω. Ότι αγαπάω το στηρίζω με πάθος περίσσιο κι αν του κάνεις κακό μάθε πως θα σε αφανίσω.
Είχα ακούσει κάποτε μια ιστορία η οποία έλεγε πως η ζωή είναι σαν ένας μεγάλος καθρέφτης. Κοιτώντας μέσα σε αυτόν, εκτός από το είδωλο σου, βλέπεις και ποιος πραγματικά είσαι. Ποιος στ’ αλήθεια είσαι. Εσύ αλήθεια ποιος είσαι;
Είναι καθρέφτης η ζωή man, μπροστά σου θα το δεις.
Θα γουστάρεις ή θα προβληματιστείς.
Θα το πάρεις σοβαρά και θα το ζεις.
Ή θα τη δεις κάπως στραβά και σ’ εμμονές θα χαθείς.
Είναι καθρέφτης η ζωή man, μπροστά σου θα το δεις
ενώ ξυπνάς το βράδυ για να χτενιστείς.
Όταν τ’ αρχίδια σου ξυρίζεις και νιώθεις δημοφιλής και τα κοιτάζεις στον καθρέφτη να χαρείς.
Όταν τη σκάλα κατεβαίνεις με παντόφλα ροζ, διχάλα.
Και σκουλαρίκια στα αυτιά σαν ντίσκο-μπάλα.
Όταν τη τζίβα σκαλίζεις και τη στέκα σου φοράς.
Όταν το στήθος σου κορδώνεις και μουνιά λες πως γαμάς.
Είσαι αυτός που είσαι η αυτός που θα ήθελες να είσαι;
Είσαι αυτός που θέλεις ή αυτός που θες να λες;
Είσαι τέλος πάντων κάποιος ή ότι θέλεις λες;
Μπορεί να νιώθεις τύψεις δε λέω, ίσως δε φταις.
Ξέρω τι κάνω. Ότι θέλω θα κάνω. Ότι βγάζει η καρδιά μου το βγάζω και βγάζω με πίεση.
Επίθεση σε αναίσθητη κύηση, σε γρήγορα αμάξια. Καφετέριες και clubs μύξες νεολαίας γεμάτα. Γάματα. Νέα οράματα. Φρίκες από παιδικές ηλικίες. Δεν βρίσκεις ανταπόκριση γιατί σπρώχνεις τις θύρες ενώ πρέπει να τραβήξεις. Θέλεις να γυρίζεις νύχτες. Πόσες μπύρες ήπιες για τον ντόρο; Χαζούλης είσαι μόνο. Ζητάς δώρο(;) Ζητάς μόνο φωτιές ενώ ο διάολος καρφώνει καρδιές. Ενώ η αλήθεια διώχνει φυλακές εσύ μου φύλαγες αυτή τη μπηχτή για τώρα. Ωχ. Ποιανού κατηφόρα και ποιανού πίκρα θα σπάσει τη δική σου; Άιντε γαμώ το μουνί σου, ξύπνα! Τι κλαίγεσαι, αν είσαι τόσο καλός τελικά που λες; Τι στέκεσαι; Προχώρα κι άσε τους άλλους ρε φλώρε!
Ξέρω τι κάνω. Ότι θέλω θα κάνω. Ότι βγάζει η καρδιά μου το βγάζω και βγάζω με πίεση.
Ποιόν βρήκες; Ποιόν έρωτα είπες; Μόνο κόμπλεξ! Εκεί που είναι η ευτυχία εσύ βλέπεις ανηφόρες. Ποιόν θ’ αφήσεις; Τι μέλλον θα δείξεις; Όταν έρχομαι χαμογελώ κι εσύ μου λες τις γραμματικές σου στίξεις! Δεν κολλάω μάγκα μου ποτέ γιατί ξέρω να χάνω απ’ όλους και τους αγαπάω όλους. Θέλω να γυρίζω στον κόσμο-να πηδάω ανάμεσα τους-να αναμερίσω για λίγο την μοντέρνα ομορφιά τους. Ότι λέγεται για τρίτους και νεκρές κατακρίσεις σβήσε. Στους τοίχους λευκές δες συνειδήσεις. Μη σε πιάσω σε mall, σε media και πανηγύρια για γκολ. Θα φοβηθώ να σου μιλήσω γι’ αγάπη και ανθρώπινο ποιόν, λογικό έτσι; Α, βεβαίως προτείνω ο κάθε νέος να είναι αντίθετος με ότι του επιβάλλεται ακόμα κι αν αυτό είναι σωστό. Πρώτος εντός του εαυτού του αυτός είναι αρχηγός. Αγάπη που επιβάλλεται μίσησε τη!
Ξέρω τι κάνω. Ότι θέλω θα κάνω. Ότι βγάζει η καρδιά μου το βγάζω και βγάζω με πίεση.
Και νεύρα. Με νέες σειρήνες κι από ‘σένα περιμένω τώρα νέες, δυσκολότερες συνθήκες. Να δεις πίσω, να βρεις ένα φίλο, να φτύσεις ομορφιές. Αρχίζω τώρα να καταλαβαίνω τι μου έλεγες προχθές. Δεν χρειάστηκε να σηκωθείς για να με πιάσεις αφού μόνο μια ματιά μου φτάνει κι εσύ προϊδεάζεις.. για τον κόσμο που δεν έφτασες ποτέ. Είμαι εδώ για τις ανάγκες που δεν σου είπανε ποτέ! ΑΓΑΠΕΣ! ΘΥΣΙΕΣ! ΣΙΩΠΕΣ! ΡΟΜΑΝΤΙΚΕΣ ΣΥΝΑΥΛΙΕΣ! Μόνο σου, όταν σε είδα στα μάτια, μέσα σου με βρήκες και τώρα λες να σε ζητάω; Αλληλοεκτίμηση και το κεφάλι μου κουνάω. Πάνω κάτω όλοι ίδιοι κι όχι ίσοι. Στ’ αρχίδια μας χρηματικές ανάγκες. Είστε επαναστάτες. Εμείς είμαστε μονάδες και δεν μπαίνουμε σε φάκες. Πηδιόμαστε σ’ ομάδες. Δεν έχουμε ζήλιες ούτε ανεκπλήρωτα όνειρα!
Ξέρω τι κάνω. Ότι θέλω θα κάνω. Ότι βγάζει η καρδιά μου το βγάζω και βγάζω με πίεση.
Σιωπή! Σιγή λίγο. Δεν παίζει! Μην ακούς εμένα! ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΝΟΜΟΣ. Παρακράτος. Βόμβες κάνουν για ‘μένα. Αφού έχουμε ελευθερία λόγου. Γαμιέται η κυβέρνηση, η αντιπολίτευση και η κοινωνική συναίνεση. Με μια κουκούλα δεν βγαίνω. Μπαίνω σε ‘σένα σαν διάολος όμως με την αναρχία του Ιησού κι αγκάθινο στέμμα δεν θέλω. Σκασμός. Όχι μην ακούς πάλι! Αυτή η γιορτή που είναι χαλασμένη από μέσα σας, φωνάζω εγώ απ’ έξω σας. Αυτή είναι για ‘μένα η διάλυση της βάσης βασισμένη σε σάπια χρήματα, ξεπουλήματα εργατικής τάξης. Κοκτέιλ στημένης οικογένειας, καθημερινής στέρησης. «Όσο πιο πολλά έχεις-τόσο περισσότερο χώρο θέλεις». Αναγέννησες ένα δούλο κι όλα τα γκρέμισες αφού δίπλα του δεν βρέθηκες ούτε λεπτό. Μόνο αγάπη χρειαζόταν. Εσύ όμως έφευγες!
Κοπανατζήδες, αεριτζήδες, άνθρωποι της τελευταίας στιγμής και εφετζήδες.
Έλληνες, μικροαπατεώνες και λωποδύτες, άπληστοι, αχόρταγοι για φράγκα και δοξασίες.
Είστε για να ‘στε.
Είστε της τηλεόρασης τσιράκια κι όλοι μπρος στην κάμερα βαράτε παλαμάκια.
Χοροί και πανηγύρια. Τα τηλεοπτικά σκουπίδια.
Όσα χρόνια κι αν περάσουν… εσείς τα ίδια.
Το κλάμα πουλάει κι εσείς τους το χαρίζετε.
Που οδηγείστε και που βαδίζετε;
Προβλήματα δεν έχετε και ξεφτιλίζεστε;
Που χάνεστε; Που βρίσκεστε; Που πατάτε και που πάτε;
Ξυπνάτε και μη μασάτε.
Ότι σας σερβίρουνε, Έλληνες, το τιμάτε.
Όλοι αποκτήσαν άποψη και κρίση.
Σχετικοί όλοι γίνανε καθώς και ειδικοί.
Λάθος πρότυπα. Σε λάθος άτομα η πίστη.
Με ψεύτικα χαμόγελα κερδίζεται η ζωή.
Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν.
Όλα χωράνε παντού κι όλα παντού περισσεύουν.
Βλέπεις σαπίλα. Γκρίζο.
Γκρίζο στο χρώμα που πέφτει στο χώμα νεκρό.
Δεκατετράχρονα στο χέρι με 3G κινητό.
Αχαριστία κι αδιαφορία πλανιέται στον αέρα ενώ παιδιά από ασιτία πεθαίνουν, χάνονται πριν φτάσουν τα εννιά τους χρόνια.
Κι εσύ μαλάκα δόσεις δίνεις για την super πολυθρόνα.
Χρόνια πέρασαν κι εσύ το τίποτα αγγίζεις μ’ επιτυχία.
Όλη η ζωή σου ένας καφές και μια βόλτα στη συνοικία μ’ ένα σπορ αμάξι και με τουπέ λες κι είσαι η Λάτση.
Ξεχάσατε τι είστε κι έχετε χάσει τη δράση.
Μια θέση στο δημόσιο, αμερικάνικο όνειρο.
Έλληνα ξεκόλλα. Κατάντησες μικρόβιο.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει άλλη υπόκρουση για να με συνοδέψει.
Μάζεψε με και φύγε. Ο χρόνος έφυγε ήδη.
Ο θολωμένος μένει πάντα τελευταίος.
Η πληγή με κλείνει στο καβούκι μου και βγάζω ένα συναίσθημα προσωπικό και πάλι το πουλάω. Το σφίγγω, το δένω: δάκρυα-κομμάτια απ’ το δέρμα.
Πόσο τιποτένιος είμαι για να λέω ότι νιώθω σε ξένους;
Το θέμα βρίσκω και χύνω επειδή είμαι μέσα. Επειδή η μυστική αλήθεια είναι να τ’ ακούσει γρηγορότερα αυτός για τον οποίο ή την οποία.. δυνατότερα θα μιλώ για την μανία μου έλεγα και τώρα να.. το μόνο που ζητάω είναι μια αγκαλιά.
Δεν μπορούν να με καταλάβουν πουθενά.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει ούτε μία αγωνία, ούτε ένας τοίχος.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει ούτ’ ένα εμπόδιο αφού όλα το λαιμό μου πνίγουν.
Έλεγα θα γράφω και θα υπάρχω μέσα σου όμως δεν υπάρχει επίγνωση στο θέμα μου, ούτε ξέρεις, ούτε θέλησες να μάθεις αν υπέφερα η γέλασα. Αν τα λουλούδια που έδειξα έκλεψα ή ελέησα. Κι έτσι σαν ανώμαλος κυκλοφορώ παντού. Αυτόικανοποιούμαι με τη συμφορά ή τη χαρά του νου. Κι εσύ μου λες πως είμαι ωραίος. Ωραία, το λύσαμε το θέμα.
Μόνο που εγώ θυμάμαι ακόμα.
Άλλες φορές γελάω αλλά είμαι πτώμα.
Άλλες φορές γυρνάω και δεν με χωράει καμία χώρα.
Φορές-φορές μισώ όσους αγάπησα και πέφτω σε κόμμα.
Δεν βγάζω τίποτα γιατί το κενό εξαντλεί το σώμα.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει ούτ’ ένα σύνορο.
Ούτ’ ένα τέλος.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει ούτ’ ένας πόνος αφού είμαι ήδη μουδιασμένος.
Γιατί μ’ αναγκάζεις να βρίσκω τεχνικές και ρύμες κι όταν ήρθα και σου μίλησα μ’ αλήθεια ψεύτη-χαζό με είπες; Γιατί το τραγούδι αυτό να λέει αλήθεια κι εσύ να κλαις όμως στην αγάπη έκανες πίσω για τα πρέπει και για το εχθές.
Αυτό που λες δόθηκε πολλές φορές όμως φοβήθηκες το θάρρος κι εγώ δεν χρειαζόμουν επιπλέον βάρος. Ξέρω πως πρέπει ν’ ανοίγομαι, να μιλάω κι εγώ στους άλλους όμως κάθε φορά με βουλώνουν περσότερο κι έτσι το βουλώνω περσότερο. Θα ‘μαι κοντά σε κάτι το γρηγορότερο μετά τις πρωινές ώρες κι αυτό που περνάω τώρα ξεχνιέται στους αιώνες. Θες δε θες γράφω ιστορία, 1 2 3, προσθέτω χαρούμενες νότες γιατί δεν θέλω να στεναχωρηθεί καμία, 1 2 3 (4 4).
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει κάτι να κρύψω ούτε να ελπίζω.
Και τι να φοβηθώ λοιπόν;
Δεν υπάρχει ούτ’ ένας λόγος
Μόνο η αίσθηση που αφήνω.
Να φλέγεται η εξέδρα.
Επέστρεψαν τα ανήσυχα κινήματα δες.
Δεύτερος επίσημος δίσκος. Τώρα τι λες;
Για αλήτικες ψυχές που δεν γνωρίζουν αρπαχτές αλλά χτυπάνε διαρκώς και γαμάνε της αδελφές.
Θέλω να βλέπω την εξέδρα να παίρνει φωτιά.
Θέλω να βλέπω καπνογόνα να σηκώνονται βλάκα.
Θέλω γροθιά κι ο δείκτης να βλέπει πολύ ψηλά.
Σ’ όποιο γήπεδο κι αν πάμε να παίρνει φωτιά.
Ιαχές, συνθήματα το χώρο να καλύπτουν.
Να τρέχουν οι εχθροί κι οι αντίπαλοι να ξεφύγουν.
Σημαίες να ανεμίζουν και δρόμοι να γεμίζουν.
Μπουκάλια να εκτοξεύονται, βιτρίνες να γκρεμίζουν.
Επί σκηνής όταν είμαι hooligans από κάτω.
Θέλω αληθινά τσογλάνια που να τα κάνουν όλα μπουρδέλο.
Φέρμα με τέχνη, αυτό γουστάρω κι επιλέγω.
Τα μάτια δεκατέσσερα, στο beat σε παρασέρνω.
Καλώς ήλθατε στη κόλαση, στην γη των αθανάτων.
Η Αλίκη θα μας ζήλευε απ’ τη χώρα των θαυμάτων.
Αθήνα οι αλήτες σου σου εύχονται άσπρο πάτο.
Οι θαρραλέοι που διακινούν το χαρντκορ.
Όταν ξεκίνησε το μίσος το πλήθος έριξε λίθους. Η μακάβρια ομορφιά ήρθε κατά μήκος της κόκκινης γραμμής. Δεν φοβόταν φυλακή κανείς. Το λάθος έγινε αόριστο κι οι δαιμονισμένοι σωθήκανε από μας. Οι καρδιές πονάγανε· μη γελάς. Αλλιώς οι τιμωρίες. Ο καθένας τιμωρός.. μόνο αν ήξερε τον βασανισμένο έκλαιγε –δεν έρχεται η παρηγοριά, δεν έρχεται ξανά- το παιδί ζητάει μονάχα κι η μάνα του σφίγγει τα μπράτσα. Δεν μεγαλώνει ποτέ αυτή η γκριμάτσα του νεκρού. Την άλλη μου αγάπη θέλω, όχι αυτή που έχω, αυτή σαν όλους τους άλλους, όχι άλλες τιμωρίες.
Δεν ήξερα τον τρόπο να ισορροπήσω ανάμεσα σε όλα, σε μίσος, αγάπη, αδιαφορία και πόνο. Αυτή η γαλήνη που δεν βρίσκω μ’ έχει αφήσει να δίνω μόνο και να μην παίρνω από άνθρωπο τίποτα. Δεν ήξερα πως πρέπει να γυρνώ με νεύρα και βλέμμα κακοποιού για να μη δέχομαι αστείο κανένα. Αυτή η εικόνα που δεν θέλω μ’ ανεβάζει τόσο στα μάτια των άλλων κι η αγάπη μου δεν αξίζει τίποτα.
Κανονικά δεν έπρεπε να κάτσω να γράφω. Δεν έπρεπε για σας τίποτα ατίθασα μουνόπανα. Δεν έπρεπε 8 χρόνια να παλεύω για κανέναν ή την τέχνη ή την αγάπη ή τη βοήθεια που δίνω απλόχερα. Εσύ που ακούς, εσύ αγοράζεις την αγάπη μου, εσύ δεν νιώθεις τίποτα γιατί δεν σε είδα ποτέ μου. Δεν υπάρχει αλληλεγγύη, μόνο στον εαυτό σου πίστη κι αυτό γεννιέται από την ταύτιση με τη δική μου λύση. Ταυτίζεται η ύπαρξη με την ανάλωση, ταυτίζεται ο έρωτας με την εκσπερμάτωση κι αυτό εμένα μ’ ισοπεδώνει. Δεν το νιώθεις, σκάσε! Την πλήρη άγνοια πλέον ζητάω ή να κοιμάμαι. Θέλω απ’ τη θέα σου να φύγω, να μη σέρνομαι. Να μη με νοιάζει αν αισθάνεσαι άνετα πλέον. Θέλω το τίποτα να βρω και να το χαίρομαι. Να μην αγαπάω κι έτσι χωρίς λόγο να μην πονάω. Ποιος θα μου δώσει μόνο αυτό που ζητάω. Πληρώνω όσο-όσο άρα ξέρω ότι μπορώ να σωθώ. Δεν θέλω να μείνει τίποτα γιατί είναι ψέμα. Για πάντα εγωιστής, για πάντα φτύνω το στέμμα κι εσύ σαν ηλίθιος ταυτίζεσαι, σαν ηλίθιος πάντα.
Η ζωή απλά δεν πρέπει να πονάει για μας. Τ’ όνειρο σβήνει μεμιάς κι ότι έχασες έχασες την άυλη. Όσα δεν μου είπες δεν άκουσα ποτέ μου. Με τσιγκλάς ακόμα μα τώρα δεν βγαίνω αδελφέ μου. Μη μιλάς -άκου- κι εγώ με τη σειρά μου. Όσα έχω πει νιώθεις κι όμως γενιά μου με διώχνεις. Μέσα από νότες βρήκες δάκρυα και γνώμες. Στις όποιες συνθήκες βρέθηκες στήριγμα ένα θέλησες. Δεν χρειάστηκε ταλέντο ή τεχνικές κόπιες. Άφησα μόνο την ψυχή να κυλήσει και να μοιράσει έρωτες σ’ όλα τα μήκη μπρος τους αιώνες. Αίματα και λύσσα από θυσίες ή μια σφιγμένη μανία που έδειχνες. Αυτή που γέννησες θέλω πίσω να γυρίσω, να λύσω τα μαλλιά της και λουλούδια να πέσουν, στα χέρια μου μικρά και δροσερά να θρέψουν φτερά έξω απ’ την αμμουδιά ακρογιαλιές να γοητέψουν. Τα λιγοστά μάτια που είδα να με καίνε δες. Κόσμος στην πεδιάδα και σκανταλιές κάτω από αμυγδαλιές· εκεί βρήκα την ΑΓΑΠΗ· σ’ ένα δέντρο χαραγμένη τριάντα εκατομμύρια φορές.
Χθες το βράδυ που γύρισα σπίτι.
Ήμουν κομμάτια. Ξύδια, ξενύχτι.
Πω-πω το κεφάλι μου πως πονάει.
Κι όπως πέφτω για να ξαπλώσω.
Αμάν ξερνάω καφέ να ισιώσω.
Πέφτει το βλέμμα μου επάνω στο ντουλάπι.
Βλέπω καλά η μήπως τα χάνω;
Πάω προς τα εκεί κι όλα γυρνάνε.
Σαν να μου φαίνεται πως έχω παραισθήσεις.
Απλώνω το χέρι ψηλά για να φτάσω.
Δεν την παλεύω. Αχ, θα ξεράσω.
Νιώθω πως χάνω όλες μου τις αισθήσεις.
Ξυπνάω το πρωί κι η ώρα είναι 2.
Πω-πω ο μαλάκας δεν πήγα γραφείο.
Μυαλό-ζαμπόν. Κουμπώνω depon.
Πέφτω δηλώνω απών.
Χάνομαι, σβήνω. Πάω προς το μπάνιο.
Κοιτιέμαι-πανί, αχ θα πεθάνω.
Κοιτιέμαι καλά και τι να δω στον καθρέφτη.
Είχα φορέσει το άσπρο σακάκι
το άσπρο πουκάμισο
το άσπρο παπιώνακι
και στο πρόσωπο τ’ ολόλευκο προσωπείο.
Τώρα χαμός, χάος πλανιέται.
Ήμουν κακός η μήπως παράφρων;
Ήμουν ο Ανδρέας, ο Αργύρης, ο Μπάμπης ή ο Χάρης;
Δεν φταίω εγώ. Είναι η κλεισούρα.
Η ρουτίνα, η βαβούρα της πόλης, θολούρα.
Κοίτα πως έμπλεξα πάλι ο φουκαρούλης.
Το είχα αφήσει επάνω στη ντουλάπα.
Το είχα ξεχάσει για μέρες εκεί.
Λέω αλήθεια τόσο καιρό ήμουνα ο εαυτός μου.
Ποιόν κοροϊδεύω; Τώρα τι κάνω;
Που θα κρυφτώ; Αχ θα σαλτάρω.
Γιατί σ’ εμένα; Μα όλοι το κάνουν.
Όλοι αλλάζουν και άλλον παριστάνουν.
Όλοι φοράνε τούτο το προσωπείο.
Κάτσε να δεις πόσα σ’ αγαπώ θα πεις.
Κάτσε να δεις πριν πεις αν θες να το ευχαριστηθείς.
Κάτσε για λίγο να το ξανασκεφτείς.
Κάτσε, κουμπώσου καλά στην σκηνή πριν βγεις.
Κάτσε να δεις πόσα σ’ αγαπώ θα πεις.
Κάτσε να δεις πριν πεις αν θες να σωθείς.
Κάτσε σου λέω φίλε μη βιαστείς.
Κάτσε, ο κόσμος τρομάζει όταν είσαι ειλικρινής.
Πως είναι ο σοφός; Όμως είναι μόνος.
Πήρα τόσο φως. Τυφλώθηκα μόνος.
Θέλω να γελάω, να χαμογελάω. Πάμε.
Θέλω να ξυπνάω και να μην ρωτάω που πάω.
Γιατί είναι τόσο ευαίσθητος κι όμως δείχνει δυνατός;
Γιατί είναι ευερέθιστος κι όμως κλαίει ο χαζός.
Γιατί είναι ειλικρινής και δεν αρχίζει τα παραμύθια;
Γιατί κάθεται κι ακούει ενώ στα μάτια είναι η αλήθεια;
Ήταν ανέμελος καθώς οδηγούσε. Σφύριζε και τραγουδούσε. Μου έλεγε μια ιστορία απ’ την αρχή και γελούσε.
Είχε μουστάκι, είχε γκρίζους κροτάφους, είχε ένα δόντι χρυσό και πουκάμισο ανοιχτό.
Ήταν ο Ηλίας, γνωστός στην πιάτσα ταξί στο Μπραχάμι, Άγιο Δημήτριο, Ηλιούπολη και Δάφνη. 20 χρόνια οδηγός. Παιδί τζιμάνι. Παλιός ρεμπέτης και χασίκλας που αγαπούσε τον Τσιτσάνη.
Άκου μου λέει «μάγκα είμαι χρόνια εδώ και έχω ζήσει την Αθήνα σε κάθε στενό.
»Πήγαινα και πυγμαχία, μου λέει, στα δικά σου μέρη. Στη Φιλαδέλφεια, στην Α.Ε.Κ.»
Μπράτσο δείχνει σφίγγει χέρι, χα. Ήτανε ξηγημένος, τύπος ποτέ ηττημένος, περπατημένος μάγκα, γεροδεμένος και διψασμένος για ζωή.
Είχε ταξιδέψει πολύ καθότι παλιός ναυτικός τον κόσμο όλο είχε δει.
Και μια φορά στην Κούβα τον κόσμο έφερα τούμπα. Τσακώθηκε με μπάτσο κι έφαγε μια σφαίρα μούφα. Ήτανε τύπος που είχε δει πολλά και γνώριζε τόσα και τα όνειρα του είχαν διαλυθεί σαν να έπαιζαν σε πρόζα.
Τόσο απλά «τα πράγματα, μου λέει είναι, σοβαρά» και μ’ ύφος πιο σοβαρό μου λέει «στ’ ομολογώ, τα πρόσωπα αλλάζουν μα οι καρέκλες ίδιες μένουν. Τι κι αν κουνιούνται, τι κι αν λιγοστεύουν». Με κοίταξε με πίκρα, με μίσος και οργή και πως μια μέρα μου είπε θα έβαζε φωτιά στη βουλή. Πως στις ειδήσεις αν το δω να το χαρώ πολύ. Η κουνιστή καρέκλα δεν θα υπήρχε μ’ αυτός θα είχε λυτρωθεί.
Πως είναι ο σοφός; Όμως θα έβρισκε λύση αυτός.
Ο συνωστισμός είναι κακός και στα συναισθήματα.
Είδα τα παιδιά να λένε «μέτρησε τα βήματα».
Όμως απορώ αν είδε κανείς τον γίγαντα μου.
Με τα μούτρα είχα πέσει κι ας μη μ’ αρέσει. Ξέρεις τώρα.. βιάζεσαι να βγεις από τη δύσκολη θέση. Θέλεις να έρθει η νόηση, να βρεις πράξη και λέξη μα το στόμα στεγνώνει κι ο ακροατής σου αλλάζει θέση. Δεν θέλω να στεναχωρώ αυτόν που αγαπώ όμως μάλλον δεν υπάρχει φόρμουλα για τον σκοπό μου αυτό. Μάλλον δεν πρέπει να είμαι ειλικρινής πάντα. Θα πρέπει να τα λέω μεταφορικά όπως τώρα που είμαι στη μπάντα. Όμως το τραγούδι αδελφέ μου δεν έχει πουθενά θέση. Αν δεν αγαπάς τον διπλανό σου κι αυτά που ζεις, η τέχνη δεν έχει μαζί σου καμία σχέση ούτε μαζί σου, ούτε μ’ αυτά που λες ότι θες να ζεις.
Εύχομαι να συμβαδίζουν οι απόψεις.
Εσένα θέλω. Ένα θέλω.
Εύχομαι να συμβαδίζουν οι απόψεις.
Μια φορά επί το πλείστον θέλω να κοιτάω,
να σ’ ακουμπάω, λέω να κοιτάξω και εμένα λίγο.
Με την αναπάντητη γέννηση χαίρεσαι.
Θρησκευτική ετοιμότητα -με ‘εντιμότητα’ σκέφτεσαι-.
Πέσε και σ’ εμάς τους ανήξερους..
τι βλέπεις για τους ύστερους καιρούς.
Θέλω τον φόβο σου να πνίξω, μην αγχώνεσαι.
Πόνεσε όμως μπόρεσε να νιώσει. Το νιώσε, το νιώθει.
Λίγο ακόμα θέλω ν’ ανοίξω κι άλλο το στόμα.
Θέλω ν’ ανασάνω απ’ τα φιλιά του αγώνα.
Θα κερδίσω όταν μάθω να χάνω από βλάκα.
Όταν πάψω να ονειρεύομαι αλλού γι’ αλλού και άλλα πρότυπα.
Πρόβλημα άλλο δεν βλέπω.
Θέλω την κούραση σου-να πάρεις τη δική μου.
Τι λες;
Εύχομαι ποτέ ξανά να μην δακρύσεις.
Ένα ακόμα θέλω. Ένα χαμόγελο δώσε (μου).
Εύχομαι ποτέ ξανά να μην δακρύσεις.
Μια φορά. Μία ακόμα.
Μια φορά, ένα χαμόγελο δώσε.
Νιώσε με, μ’ ένα χαμόγελο σώσε με.
Με την αναπάντητη τι τι τι χαίρεσαι;
Τι θέλεις; Γιατί τρέχεις και με παρασέρνεις; Τρελαίνεσαι.
Το ξέρω αυτό που νιώθεις. Το ξέρουν όλοι, το ξέρεις;
Αυτό που θες, αυτό που κυνηγάς το θέλουν όλοι.
Αυτή η ντροπή, αυτό το πρόβλημα, αυτό το κάτι σου.
Αυτό χαλάει την πάρτι σου γιατί λες είσαι μόνος.
Αυτό που δεν ακούς και δεν με θες, τι λες;
Στα 21 κάνω βόλτες κι οι σκέψεις βγάζουν αυτοκτονίες.
Όταν έρθει ξανά ο πόνος είμαι μόνος.
Όμως οι καλλιτέχνες άφησαν σκέψεις με ίδιους πόνους.
Ο φίλος έρχεται, τον αγκαλιάζω γιατί αυτός ντρέπεται.
Κι αυτός νιώθει τα ίδια.
Ο άνθρωπος δεν είναι τηλεόραση βλέπεις.
Δεν υπήρξα μόνος κι έρημος ποτέ· γι’ αυτό και δεν αγάπησα πραγματικά πότε στα όνειρα· γι’ αυτό είμαι εγώ και κεντρίζω και προσέχω· δεν έχω αφήσει την σκέψη που με πιέζει για να σας αντέξω.
Δεν μπορώ να με αφήσω· να κάνω κάτι χωρίς σκέψη. Όταν έρχεστε κοντά θέλω έστω μία λέξη. Να με αφήσει θέλω το κλουβί να βγω και να μπορώ να μην τα θυμηθώ γιατί σκέφτομαι πολύ και δεν μπορώ. Όλα είναι υποφερτά όμως πραγματικά δεν μπορούσε η καρδιά να ήταν μικρή να μην χωρά τόσα πολλά. Το μυαλό να κλείσει κάθε μονοπάτι. Κάθε φορά η ομορφιά μου κλείνει το μάτι.
Ανάθεμα την αλήθεια, θέλετε οι ίδιοι τα χίλια μύρια που υποφέρετε· κι άλλα γι’ άλλους βάλτε πάνω μου. Δεν με νοιάζει. Τώρα δεν νιώθω γιατί όλα τα λάθη μοιάζουν με κάθε μέρα μου. Όλα λάθη τελικά.
Κάνε μου τη χάρη κι άσε με ή κάτσε· θέλω να ‘μαι μόνος· θέλω όμως και λίγη αγάπη. Να μοιράζομαι μα και δικό μου να ‘χω κάτι. Να με βρίσκω, να μ’ αφήνω, να μη με νοιάζει όταν σε κρίνω. Να ‘χεις δώρα, να ‘χω εδώ και τώρα φόρα. Να μην με πιάνω ούτε στην ανηφόρα· τα πρώτα, τα παρθένα θέλω μόνο. Αφήνω γνωστούς και φίλους και τρέχω σ’ εκείνους που πεθάνανε με μια γλυκιά αναζήτηση προς νήσους αγάπης.
Αμάρτησα όταν ζήτησα. Κανένα βιβλίο δεν χωράει, καμιά ελπίδα δεν πετάει. Κανένα δόγμα ούτε θρησκεία δεν ζήτησα. Καμιά εξουσία δεν με πουλάει, καμιά ζωή δεν μου φτάνει.
Κάνε μου τη χάρη και μην πεις ποτέ φτάνει. Μη δίνεις αξία γιατί πεθαίνουν άνθρωποι. Θα ‘μαι δίπλα, θα κοιτώ σιωπηλά, δεν θ’ αγγίζω· ακόμα βρίσκω νόημα. Δεν ξεχνώ· σου τα θυμίζω. Θα ‘μαι ο μόνος, ο φίλος σου φίλε. Αφήνω το τέλειο και τρέχω για ένα νέο. Μου τάζω μέλλον μόνιμο. Γνώριμος στην ιστορία. Τινάζω απόψε όλη τη μουσική παιδεία. Είμαι μόνιμα δεμένος με μια γαμημένη ανησυχία.
Κάπου σε κάποια γωνιά του πλανήτη αυτή τη στιγμή ένα παιδί γεννιέται, άνθρωπος έρχεται στη ζωή. Σε κάποια γωνιά κάποιος τα μάτια του ανοίγει βλέπει φως. Κάποιος τα μάτια κλείνει οριστικά δυστυχώς. Κάποιος πεθαίνει ενώ κάποιος γεννιέται. Κάπου σε κάποια του πλανήτη γωνιά κάποιος αρχίζει ν’ ανασαίνει ενώ κάποιος πεθαίνει, την τελευταία του πνοή αφήνει και στο άγνωστο φεύγει.
Το τι συμβαίνει φίλε μου σίγουρα δεν ξέρεις. Το τι συμβαίνει σε μιαν άλλη γειτονιά από αυτή που μένεις. Αυτή τη στιγμή εσύ γεννιέσαι και πεθαίνεις ενώ υπάρχει κάποιος πιο μακριά από ‘κει που πιστεύεις που αυτή τη στιγμή σ’ ένα δωμάτιο-κελί σκονισμένο μ’ ένα στυλό κι ένα χαρτί γράφει ένα στίχο με λόγο κοφτερό, με λόγο σπαθί. Ένας dj σε μιαν άλλη γειτονιά κάνει κοψίματα και scratch σε κάτι beats παλιά. Μια ομάδα από breakers πάνω σε μουσαμά χορεύει και παίρνει ο άνεμος φωτιά. Η ώρα πήγε 2 το βράδυ κι έξω κάποιος ξενυχτά. Γεμάτη τσάντα με cans, τα τρένα γεμίζουν μπογιά. Ένας MC αυτή τη στιγμή χώνει Freestyle σ’ ένα βρώμικο beat, παίζει με την τεχνική. Με το μικρόφωνο ανοιχτό παίζει με την τεχνική κάπου σε κάποια γωνιά αυτή τη στιγμή.
Όταν τα μάτια κλείνω και το στόμα σκουπίζω για λίγο ξέρω πως χθες γελούσα κι ευτυχίες μετρούσα νομίζω χθες ήμουνα χλμ. μακριά σε νεκρά παιδιά δίπλα. Σήμερα έχω επώδυνα αλλοιωθεί από ανεξάρτητης αγάπης καταγραφή. Σε κάποια γωνιά βρίσκονται κάποιοι αγκαλιά τώρα, την ώρα που κάποιος κρατά σκοπιά, την ώρα που βόμβες πέφτουν. Την ώρα που φωνάζω σε φίλους κάποιος από αυτούς μ’ αγαπά. Όταν βράζεις από μίσος στην ίδια γωνιά κάποιος σε κοιτά τρυφερά. Πεθαίνει ένας· διασκεδάζει κάποιος· θέλει κι αυτό θάρρος. Βλέπω μονάχα ένα βάρος· κάποιος ηθελημένα ζηλεύει στο βάθος. Κάποιος αγανακτεί κάποιος ίσως δεν μπορεί κάποιος σφύζει από ζωή την ίδια ώρα ο ένας τραβάει τον άλλον και πέφτουν κάτω· διαλέγει ο ένας κι ο άλλος ακολουθεί την ίδια ώρα που η δημοκρατία ευδοκιμεί. Κάποιος επαναστατεί. Κάποιος βρίσκεται σε μια γωνιά σκυμμένος και κλαίει. Κάπου σε κάποια γωνιά ένας δυστυχισμένος αρνείται να δώσει τέλος.
Άνοιξε την πόρτα. Μη σε νοιάζει. Επίλογος δρόμος. Εκτός ανηφόρας. Φτωχός επί τω έργω λόγος. Μάχιμος υποκριτής, σκαρώνει πάλι ένοχους επίσης οι επιθέσεις πλέον υποκλίνονται μόνο σε δικές μου προτιμήσεις. Μη βρίζεις διαβολάκο. Εποίησες νύχτες. Μη ζητάς και νίκησες αυτομάτως. Εκρού. Γαλάζιο. Μαύρο ενδεικτικά. Πιο μπροστά βγήκες, εξ’ ου και το ψώνιο σου. Μαύρο ενδεικτικά. Σκοτάδι στα κελιά. Μη κλαις ξανά. Η φρίκη μες στην καρδιά. Ισμήνη χρόνια πολλά πέρασαν όμως τα κλουβιά που έλεγες γίναν πιο γερά. Η σαπίλα ποτίζει, με βρίσκει. Ανήκουστη έλεγες συμπεριφορά. Αυτή τη φορά λάθη τα δικά σου λόγια αφού δεν βρήκα νίκη ποτέ όταν αγαπούσα, όταν έλουσα μ’ ανθρώπους την μοναξιά. Ανήκουστη συμπεριφορά. Δεν τους είχες μιλήσει για τρόπους. Οι νύχτες. Οι ήττες. Οι αλήτες απ’ το κέντρο. Η πρέζα χωρίς μέτρο. Παντού ζόμπι κι εγώ μόνος μένω. Ήθελα να σου στείλω να σου πω γι’ αυτήν γι’ αυτόν γι’ αυτούς μα μόνος στο κέντρο Β8 περιμένω.
Άσπρο χαρτί δεν βρήκα να ζωγραφίσω την αγάπη.
Μέσα στ’ όνειρο ελπίδα δεν βρήκα, μονάχα απάτη.
Δεν βρήκα στάνταρ λογική όπου κι αν έψαξα στον χάρτη κι όντας ανάμνηση θολή σε σκέφτομαι πάλι.
Δεν βρέθηκα πίσω. Με βρήκα να βρίζω να πίνω καπνίζω αυνανίζομαι δημόσια για τόσα που γίναν δεν με είδαν να νοιάζομαι. Μα είχα τα δικά μου. Δεν βλέπει κανείς. Σκυφτός πριν το τραίνο σφυρίξει μα περιμένω σε λάθος μέρος. Αν η αυγή αργήσει, το συσσίτιο θα μου αρκεί. Μαύρο ενδεικτικά. Μια ματιά μια κουβέρτα. Αρκεί κι η συντροφιά. Μαύρο ενδεικτικά. Κατρακυλάω σε δρόμους. Παπούτσια, Φτύνουν τσίχλες. Ανούσια. Σκυλιά και κάτουρα. Και θυμάμαι όταν σ’ άγγιζα. Μετά η φωτιά. Απαγορεύεται! Φωνάζουν τα γκλοπ στην πλάτη μου αγάπη μου. Έξω από το ZARA κρατούν σακούλες κι εγώ θέλω ΝΕΡΟ και κλέβω από τους μίμους. Στην εκκλησία κυλάω. Δεν βλέπω δε βλέπουν. Με ξέρουν τους ξέρω. Αγγίζω, σιχαίνονται. Ζητάω, είμαι ζητιάνος. Αν ήταν άλλος, αν ήταν θα έφευγα, θα δούλευα, μα γιατί; Στα McDonalds θα μου δώσει ο Πακιστανός καμιά μπουκιά, έτσι χωρίς ευχαριστώ. Τον εγωισμό ακόμα κρατώ. Επιθυμώ λύτρωση μ’ ακόμα ψάχνω που θα κοιμηθώ μ’ ακόμα σε ψάχνω Ισμήνη, θέλω δυο κουβέντες να πω. Εσένα ή κάποιον που να ακούει παρακαλώ.